σαπίζω

σαπίζω
Ν
1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος
2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία»)
3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα
4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» — τόν έδειρε ανελέητα
β) «τόν σάπισε στη δουλειά» — τόν κούρασε πάρα πολύ, τόν εξάντλησε με την πολλή δουλειά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. έχει σχηματιστεί από τον τ. αορ. ἐσάπησα (< ἐσάπησαν, γ' πληθ. τού παθ. αορ. τού σήπομαι), κατά τα ρ. σε -ίζω (πρβλ. μαν-ίζω: ἐμάνησαν: ἐμάνησα: μαίνομαι, ραγ-ίζω: ἐρράγησαν: ἐρράγησα: ῥήγνυμι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σαπίζω — σαπίζω, σάπισα, σαπισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σαπίζω — σάπισα, σαπισμένος 1. μτβ., προκαλώ σήψη, αποσύνθεση: Η υγρασία σάπισε το ξύλο. 2. αμτβ., γίνομαι σάπιος, παθαίνω αποσύνθεση: Σάπισαν τα φρούτα. – Σάπισε το κρέας. 3. φρ., «Τον σάπισε στο ξύλο», τον έδειρε πολύ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γαγγραινιάζω — σαπίζω από γάγγραινα …   Dictionary of Greek

  • σέπομαι — σαπίζω: Αν στείλω μήλο σέπεται, κυδώνι μαραγκιάζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πύθω — Α προξενώ σήψη ενός πράγματος, σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. πύ θω / πύ θομαι, με επίθημα θω (πρβλ. βρίθω, πλήθω) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *pū «σαπίζω, βρομώ» που προέρχεται από ονοματοποιία επιφωνήματος *pu δηλωτικού αηδίας, σιχαμάρας, και συνδέεται με τα:… …   Dictionary of Greek

  • περισήπομαι — Α σαπίζω από παντού, σαπίζω ολόγυρα, είμαι σάπιος εντελώς («ἐπὴν περισαπῇ», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + σήπομαι «σαπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • σάπισμα — το, Ν [σαπίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σαπίζω, η αποσύνθεση οργανικών ουσιών, σήψη 2. μτφ. ηθική διαφθορά …   Dictionary of Greek

  • σήπομαι — ΝΜΑ, και σέπομαι Ν, και ενεργ. σήπω Α αποσυντίθεμαι, φθείρομαι από αποσύνθεση, σαπίζω αρχ. 1. ενεργ. σήπω α) προξενώ σήψη, επιφέρω αποσύνθεση («... ἔχιδν ἔφυ σήπειν θιγοῡσ ὅμαυλον οὐ δεδηγμένον», Αισχύλ.) β) φθείρω, καταστρέφω («αἱ ἡσυχίαι… …   Dictionary of Greek

  • υποσήπω — Α (αμτβ.) αρχίζω να σαπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + σήπω / σήπομαι «σαπίζω»] …   Dictionary of Greek

  • Πυθώ — οῡς, ἡ, Α 1. η χώρα όπου βρίσκεται η πόλη τών Δελφών 2. οι Δελφοί. [ΕΤΥΜΟΛ. Τοπωνύμιο άγνωστης ετυμολ. Οι Αρχαίοι είχαν συνδέσει τη λ. με το ρ. πύθομαι «σαπίζω, αποσυντίθεμαι», λόγω τής αποσύνθεσης τού ερπετού που είχε σκοτώσει εκεί ο Απόλλων. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”